Τίτλοι δίχως τέλος και αρχή

Και να που φτάσαμε και πάλι/ στην άκρη της γης. Εκεί, που λαμπρά μυαλά/ της γενιάς, λίγο πριν τη μέση/ ηλικία, φαντάζονται κόσμους δίχως/ φόβο και ελπίδα. Με όπλο/ λαχτάρα για θαυμαστά, νέα/ εργαλεία, για απίστευτες μηχανές/ θανάτου, που θα μιλούν για τις μυρωδιές/ της σαρκικής ύπαρξης το καλοκαίρι, θα γονατίζουν/ σε υποδείξεις σαλεμένων εγκεφάλων και θα γλυκαίνονται/ στο άκουσμα θροΐσματος φύλλων του δάσους/ μετά από έκρηξη/ που οι ίδιοι θα δίνουν την εντολή/ πυροδότησής της.

Κυνικές επαφές/ σε έναν κόσμο δύνης και οδύνης/ σε στριπάκι με απλό σκίτσο/ να τονίζει την αλαζονικής έμπνευσης/ επίπλαστη αδυναμία συνεύρεσης με κάθε μορφής ταλέντου./ Ένα σημειωματάριο, που αφέθηκε στην αμέλεια/ των χαδιών και των κυρτών μαλλιών πάνω/ στις ιδρωμένες τους ρίζες./ Που χάθηκε πάνω στις καθημερινές απολαύσεις της συνήθειας,/ της αυτοματοποιημένης γραφής/ στα κοινωνικά δίκτυα, στις εισόδους/ στα βαγόνια τρένων, στην πληρωμή/ καφέδων, ποτών και φαγητών/ από εξωτικά μέρη, στα κλικ/ σε σελίδες αθλητικού περιεχομένου, στα εμότικον/ χαρμολύπης, στις συζητήσεις/ στα καφέ, τα φουαγιέ και τα πανεπιστήμια, στις εμπορικές συμφωνίες/ και στις επαφές με κοινωνικούς φορείς, στις κινήσεις/ λογαριασμού, στις κινήσεις/ θανάτου γύρω-γύρω από το κέντρο/ βάρους, το κέντρο/ ζωής, το κέντρο/ πόνου, το κέντρο/ μνήμης, την πηγή/ ύπαρξης, στις ρίζες του δέντρου/ ιστορίας, προσωπικής/ πολιτικής.

Ένας ατέρμονος βρόγχος, παρανάλωμα/ χρόνου και βίαιης δράσης, με νεύρο/ εικοσαετίας, εφηβικό,/ πάθος έλλογο και στοχοπροσηλωμένο/ σε εκφράσεις παλαιομοδίτικες,/ γεμάτες υποσχέσεις/ ολοκλήρωσης. Κι αν αυτή περνάει/ μέσα από υιοθεσία/ επιθυμιών του νοηματοδοτικού κύκλου της/ ένσαρκης κοινότητας στην επαρχία/ του ενδιαφέροντος,/

ήρθε ο καιρός για ανάσες./

Και αποφάσεις. Γιατί, ακόμα/

κι αν δε νικήσαμε, αξίζει/

να πούμε σε όσους ζήσουν/

μετά από μας, ότι κι αυτοί θα έχουν/

την ευκαιρία τους.

 

horse_nude

Αποκλειστική συνέντευξη. Πάολα: «Ζήστε!»

Posted On 20 Δεκεμβρίου, 2012

Κατηγορία art, ρατσιμός, οικονομική κρίση

Comments Dropped 3 Σχόλια

Το σκέρτσο και το νάζι, τους φασίστες τους τρομάζει

Το σκέρτσο και το νάζι, τους φασίστες τους τρομάζει

Η γνωστή τραγουδίστρια, με την τεράστια επιτυχία στις πίστες της νύχτας, εξομολογείται. Σε μία συνέντευξη, για την οποία – όπως μας εξομολογήθηκε – δεν την ενδιαφέρει τι θα πει ο κόσμος.

exiled: Πάολα, καλησπέρα καταρχήν

Πάολα: Καλησπέρα.

exiled: Μετά από προσπάθεια ετών, έχεις καταφέρει να φτιάξεις «όνομα» στην πίστα. Είναι σαφές πως δεν πρόκειται για μία επιτυχία, η οποία βασίζεται στη γνωστή συνταγή μίας ακόμα νεαρής τραγουδοστάρλετ, η οποία αφήνει υποσχέσεις εντός κι εκτός πίστας, ότι θα πιάσει το όνειρο της νοικοκυράς σε κάποια έπαυλη.

Πάολα: Σύντροφε, ακριβώς έτσι έχουν τα πράγματα. Ούτε επίσης, για να συνεχίσω στο ίδιο μήκος κύμματος με σένα, είμαι κάποια που θα παίξει το παιχνίδι τους μέχρι τέλους, αναπαράγοντας ρόλους και συμπεριφορές συμμόρφωσης στα αντεπαναστατικά τους πρότυπα. Μην ξεχνάς πως είμαι μία Roma μητέρα, που μεγαλώνει μόνη της το παιδί της. Η χειραφέτηση λοιπόν, αφενός είναι ένα ζητούμενο, αφετέρου δε δεν πρέπει να λησμονούμε πως βρισκόμενες σε μια καπιταλιστική κοινωνία και ζώντας τον αναπότρεπτο γέωφο των σχέσεων εντός της, δεν μπορούμε παρά αναγκαστικά να αποδεχόμαστε κάποιες απ’ αυτές, προκειμένου να θυμόμαστε πως είμαστε άνθρωποι. Με άλλα λόγια, η ανάγκη να ερχόμαστε σε κοινωνία, δηλαδή σε επαφή με βάση την κυρίαρχη ιδεολογία. Αυτά, για να σε προλάβω για τα τυχόντα σχόλια περί αναπαραγωγής σεξιστικών προτύπων μέσω του αυθεντικά λαϊκού τραγουδιού, που εκπροσωπώ, του σκυλάδικου δηλαδή.

exiled: Με αρέσει που βάζεις τα πράγματα στη θέση τους με σαφήνεια και με πειθαρχημένο λόγο. Θεωρείς ότι ο πειθαρχημένος λόγος είναι απαραίτητος σήμερα και γιατί;

Πάολα: Θα σε απαντήσω αρχικά μονολεκτικά με ένα «ναι». Όμως αυτό δεν είναι αβασάνιστο. Κι εξηγούμαι: Σε συνθήκες κρίσης, ο ψυχρός εμφύλιος πόλεμος εντείνεται και έχουμε περιστατικά «θερμού» εμφυλίου πολέμου (αν υποθέσουμε ότι ως φυλή κατανοούμε όλους τους κατοίκους μίας περιοχής και όχι μόνον τα πολιτικά της υποκείμενα). Π.χ. αυτή η ριζοσπαστικοποίηση των μπάτσων προς την άκρα δεξιά, προκειμένου να προστατευτούν τ’ αφεντικά τους, είναι ένα τέτοιο στοιχείο, ένα αυτονόητο αντανακλαστικό της ολιγαρχίας. Και οι δολοφονημένοι μετανάστες και πρόσφυγες απ’ αυτούς είναι η τραγικότερη και οξύτερη απόδειξη της λογικής συνάμα. Σε τέτοιες συνθήκες, θα πρέπει να επιβληθείς. Όχι από βίτσιο εξουσιομανίας ή από ακόρεστη φιλοδοξία σαν κάτι φυντάνια της wannabe αριστοκρατίας των στελεχών των κοινοβουλευτικών κομμάτων (η οποία ειρήσθω εν παρόδω δείχνει τάσεις αυτονόμησης, ήτοι παροδικής και μερικής σύγκρουσης με το κεφάλαιο), αλλά για λόγους επιβίωσης. Και γι’ αυτό πρέπει ο λόγος σου να είναι κρυστάλλινος. Με αυτά τα λόγια θέλω να δικαιολογήσω το αρχικό μου «ναι».

Από την άλλη, επειδή είσαι και λαϊκός άνθρωπος, και λαϊκός άνθρωπος θα πει ψυχή γανωμένη στο δρόμο και στη συνάφεια του κόσμου, θα χρειαστείς και τις στιγμές αναπόλησης κάποιου υποτιθέμενου μεγαλείου, προκειμένου να εξισορροπήσεις την γνώση της έλλειψης ολοκλήρωσης ή ακόμα καλύτερα τη γνώση της ατέλειας, που συνεπάγεται η ζήση στο αποξενωμένο καπιταλιστικό περιβάλλον. Εκεί έρχεται το σκυλάδικο με την αναπαράσταση αυτού του χαμένου στο συλλογικό υποσυνείδητο λαϊκού ονείρου, αν θες πέστο και παράδεισο. Φυσικά και δεν είναι κάτι άλλο πέρα από ένα συναισθηματικό ξόρκι απέναντι στο ψέμα της κοινωνίας, στη θλίψη του απογυμνωμένου από τις ψευδαισθήσεις του επέκεινα νιτσεϊκού υποκειμένου, όπως και του καταπιεσμένου από τις φυλετικές, έμφυλες και αντιλαϊκές προκαταλήψεις ανθρώπου. Οπότε, προσπαθώ να ξεπεράσω την ενδογενή αντίφαση της λαϊκής θέσης σε συνθήκες ολιγαρχίας (που αυτοπροβάλλεται ως αριστοκρατία), με τις αντικειμενικές απαιτήσεις του χειραφετητικού προτάγματος της ατομικής και κοινωνικής απελευθέρωσης. Βλέπω σε τελική ανάλυση και με μία κάπως μεταμοντέρνα μεταφυσική, στα πάθη του βίου, την σύνθεση και το ξεπέρασμα των αντιφάσεων.

exiled: Καταλαβαίνω τι θες να πεις, αν και αυτόματα μου δημιουργείται η απορία αν όντως είναι εφικτή μία τέτοια σύνθεση ή αν το υποκείμενο είναι καταδικασμένο να ζει με την πολλαπλή του υπόσταση, με τις αντιφάσεις του, οι οποίες κατά τ’ άλλα, είναι αυτές που δημιουργούν την προσωπικότητα.

Πάολα: Το πας δηλαδή στην εσωτερική σχάση. Εντάξει, καλός ο ρομαντισμός, αλλά έχουμε και 2012, σε λίγο μπαίνει και το 2013. Η κόρη μου για μένα είναι η απόδειξη πως κάθε σχάση όχι μόνο είναι ο άλλος, ο αδύναμος και αντίθετος δρόμος της σύνθεσης όπως ξέραμε, αλλά συμβαδίζει με την σύνθεση (δηλαδή μπορεί να συμβαίνει παράλληλα, καθώς την ώρα που φέρνεις ένα παιδί στον κόσμο, μπορεί παράλληλα και να χωρίζεις από τον/την σύντροφό σου) και έχει και κάθε μέρος της να αυτονομείται. Π.χ. η κόρη μου με τον άντρα μου είναι και σύνθεση και σχάση στην προσωπική μου ζωή. Δηλαδή έχει μία διπλή σχέση, που δεν είναι ούτε μονοδιάστατη ούτε αποκλειστική. Το να πάψουμε να αναζητούμε το απόλυτο, χωρίς να χάνουμε την εποπτεία των πραγμάτων, έχει απαντηθεί οριστικά προ πολλού. Θα κατηγορηθώ για παρανόηση των εννοιών, αλλά σε λέω πως αυτοί που θα το πουν, δεν έχουν καταλάβει τίποτα από το «εδώ και τώρα». Κι εδώ είναι που οφείλουμε να μην θέτουμε τα λάθος ερωτήματα, γιατί ο χρόνος βιάζει και η ιστορία δεν θα μας περιμένει να αποφανθούμε για την υπέρβαση της ούτως ή άλλως παρελθοντικής ατέλειάς μας. Σαφώς και κοιτάμε πίσω, αλλά μόνο για να μην επαναλάβουμε τα λάθη του παρελθόντος. Αν χανόμαστε στα ερωτήματα που προέκυψαν μιαν άλλη εποχή, τότε χάνουμε την επαφή με το σήμερα, και στη σχέση μας με το εδώ και τώρα και αποκτούμε «ηττοπρέπεια». Δηλαδή προβάλλουμε την ήττα ως αναμενόμενη κανονικότητα στον μελλοντικό χρόνο.

exiled: Δεν συμφωνώ στην ιστορικότητα των ερωτημάτων, καθώς δεν έχει ξεπεραστεί αυτό το στάδιο της ιστορίας, όπως υπαινίσσεσαι. Αλλά για την οικονομία της συζήτησης, θα ήθελα να το αφήσουμε κατά μέρος.
Θα ήθελα να σε ρωτήσω κάτι άλλο, συγκεκριμένα πως μπορείς να ισορροπείς ανάμεσα στην αρνητική διαδικασία της διαρκούς ανέλιξης του υποκειμένου που αναστοχάζεται, ασκεί κριτική εις εαυτόν, σε τελική ανάλυση αυτοαναιρείται δραματικά καθώς εξελίσσεται, δίχως να παύεις να διατηρείς αυτό το conatus, το οποίο μας έχει συνηθίσει να εμφανίζεται μπετοναρισμένο, αν μου επιτρέπεις την έκφραση. Δηλαδή, το να προβάλλεις αυτήν την ταυτότητα ως έχει, με ιδεοτυπικό, παραδοσιακής λαϊκής αισθητικής τρόπο θα έλεγα, δεν είναι αντιθετικό προς το μοντέρνο υποκείμενο.

Πάολα: Μα μιλάμε για δυο διαφορετικά επίπεδα. Από την μία είναι η καλλιτέχνιδα ως σύμβολο κι από την άλλη η Πάολα ως υποκείμενο. Το σύμβολο είναι ένα επίπεδο «πιο ιστορικό» από το υποκείμενο, όσο σχιζοφρενές κι αν ακούγεται και είναι αυτό. Επειδή την καλλιτέχνιδα Πάολα ανακάλυψες και της έδωσες την προσοχή, δεν σημαίνει ότι θα έδειχνες την ίδια προσοχή στον άνθρωπο Πάολα αν τον συναντούσες σε μία οποιαδήποτε άλλη κοινωνική περίσταση. Έτσι συμβαίνει σύμφωνα με τους κώδικες κοινωνικοποίησης. Πρώτα αποκρυπτογραφούμε και συμμορφωνόμαστε με τα κοινωνικά πλαίσια αναφοράς, τα κοινωνικά συνδηλούμενα και έπειτα προχωρούμε στην επιμέρους εξέταση/γλωσσική ιδιαιτερότητα του σημαίνοντος. Που εξακολουθούν να είναι κι αυτά κοινωνικές κατασκευές, φυσικά. Για να μην παρεξηγηθώ.
Επιστρέφοντας όμως στην πρότερη σκέψη, του διαχωρισμού του κοινωνικού ρόλου στο κοινωνικό θέατρο από τη μία και του μοναχικού ατόμου στην κοινωνική ζούγκλα από την άλλη, θα διαπιστώσουμε πως τα σύμβολα επιβάλλεται να έχουν ένα «μπετοναρισμένο» conatus, που είπες κι εσύ. Για να γίνονται αντιληπτά ως τέτοια. Και δεν θα γινόταν η τραγουδίστρια Πάολα αντιληπτή ως τέτοια, αν ακόμα δεν ζούσαμε σ’ αυτήν την σε προνεωτερικά στάδια κοινωνική καθίζηση της εποχής του Μνημονίου. Η αντίληψη για την καλλιτέχνιδα Πάολα δεν είναι παρά ο αντικαθρεφτισμός μιας γυμνής, φρικαρισμένης, χωρίς αλληλεγγύη και χρεοκοπημένης υλικά – και ως αποτέλεσμα ηθικά – κοινωνίας. Δεν σημαίνει όμως ότι η τραγουδίστρια πραγματικά αντιπροσωπεύει τα όσα της καταμαρτυρούνται. Ή μήπως όχι; Γιατί πέρα από την συναισθηματική φόρτιση και την κραυγή απελπισίας, που εκφράζει το λαϊκό τραγούδι (με την εξαίρεση ελάχιστων δημιουργών, όπως ο Άκης Πάνου, αυτό αποτελεί κανόνα), αυτά που μου καταμαρτυρούνται είναι το αντικείμενο των χιλίων προσώπων του ρατσισμού. Δεν ξέρω αν το ότι είμαι γυναίκα, το ότι είμαι τσιγγάνα (εσείς να με λέτε μόνο Ρομά, εγώ αυτοκαθορίζομαι) ή το ότι ζω με τους δικούς μου κανόνες αποτελεί μεγαλύτερη πρόκληση για την ρατσιστική, φαλλοκρατική, φοβοκρατούμενη και θλιμμένη κοινωνία. Ξέρω πως με ανέβασαν για να με δικάζουν, μόνο που ξέχασαν πως το δικαστήριο θέλει και νομιμοποίηση. Αυτή δεν θα τους τη δώσουμε ποτέ.

exiled: Πάολα, σ’ ευχαριστώ πολύ για το χρόνο σου. Θέλεις να δώσεις κάποιο μήνυμα στους αναγνώστες μας;

Πάολα: Κι εγώ σ’ ευχαριστώ γιατί με έδωσες την ευκαιρία να πω πολλά που με πνίγουν. Μόνο ένα πράγμα θα πω. Εμείς λέμε ζωή, αυτοί λένε θάνατο. Αυτή είναι η διαφορά μας και δεν πρέπει να την ξεχνάμε. Ζήστε, χορέψτε, τραγουδήστε, αντισταθείτε, δημιουργείστε. Κατά τ’ άλλα, δεν με νοιάζει τι θα πουν. Α, και θέλω να με αφήσεις να διαλέξω τη φωτογραφία μου, εντάξει;

exiled: Έγινε!

Georg Kreisler

Posted On 1 Απριλίου, 2012

Κατηγορία Uncategorized

Comments Dropped leave a response

Ένας σοφός εβραίος του καιρού μας. Πέθανε τον Νοέμβρη του 2011.

Μαζί με τον Thomas Bernhardt και δευτερευόντως τον Michael Haneke ό,τι καλύτερο έχει βγει μεταπολεμικά στον καλλιτεχνικό χώρο από την Αυστρία.

Το σοκ των Αθηνών, η θλίψη της Θεσσαλονίκης, μέρος πρώτο

Οι εικόνες με τα ανάποδα γκλομπ των αστυνομικών στις διεθνείς δημοσιογραφικές και πολιτικές ιστοσελίδες, το αδύνατο να πληρωθεί δημόσιο χρέος, το δεύτερο μνημόνιο με την Τρόικα, οι διαδηλώσεις, η βία που ξεσπάει εναντίων δικαίων και αδίκων, ο δολοφονημένος άντρας λίγο πριν γίνει πατέρας από τα χέρια τριών μεταναστών που του κλέψανε την κάμερα, ο δολοφονημένος μετανάστης και οι λοιποί πενήντα τραυματίες ως αντίποινα στα πλαίσια ενός αντιμεταναστευτικού πογκρόμ, οι μολότοφ των αναρχικών που καίνε μικροπωλητές έξω από αστυνομικά τμήματα στο κέντρο της Αθήνας, το καλό κουστούμι ενός πρωθυπουργού που προσπαθεί να κρατήσει μία καλή εικόνα μπροστά στις κάμερες, ενώ πουλάει τον δημόσιο πλούτο κατά παραγγελία των δανειστών του κράτους, μαζί με τις πανταχού παρούσες διαφημίσεις τουριστικών πακέτων, αλλά και προϊόντων σε ειδική προσφορά από διατιμημένα (Discount) σούπερ μάρκετ, είναι η εικόνα του ενημερωμένου για τα διεθνή ζητήματα κατοίκου της Γερμανίας για την Ελλάδα τον τελευταίο καιρό. Οι μέρες περνάνε και νέες συναντήσεις λαμβάνουν χώρα ανά την Ευρώπη, φανερές και μυστικές (όπως του Λουξεμβούργου), ενώ το όνομα της χώρας φιγουράρει μόνιμα δίπλα στις λέξεις «πρόβλημα» και «χρέος». Έχοντας γεννηθεί και μεγαλώσει στον τόπο του σύγχρονου «προβλήματος», είχα διαμορφώσει μία άποψη από την ασφάλεια της απόστασης που προσφέρει το Βερολίνο, η οποία έμελλε ν’ αλλάξει με μία κάθοδο – για δύο μόλις βδομάδες.

Το παρελθόν είναι μια ξένη χώρα

Η χώρα που θυμόμουν είχε περάσει την διαδικασία του χρονικού καλλωπισμού και βάδιζε τον δρόμο της εξιδανίκευσης. Είναι μία διαδικασία σταδιακής μυθοποίησης, η οποία στην περίπτωση του συντάκτη κρατάει περίπου ένα εξάμηνο, δηλαδή το χρονικό διάστημα ανάμεσα σε δύο επισκέψεις, κύκλος που άμα τη ολοκλήρωσή του φέρνει την εκ νέου αποδόμηση όλων των θετικών σκέψεων. Σκέψεων που προκλήθηκαν από τη νοσταλγία του χρόνου που έτρεξε και μεταλλάχθηκε σε ανάμνηση. Η χώρα που οι κάτοικοί της έχουν την ευγενή μανία της εκπαίδευσης γι’ αυτούς και τα παιδιά τους, σε βαθμό που να αντιστέκονται μοναδικά μέχρι σήμερα επιτυχώς σε ευρωπαϊκό επίπεδο στην εμπορευματοποίηση της τελευταίας, όπως αυτή προγραμματίστηκε στην σύνοδο των υπουργών της Ε.Ε. στην Μπολόνια το 1995, η χώρα των ατίθασων υποκειμένων, της κοινωνικής αλληλεγγύης της οικογένειας και της γειτονιάς, η οποία μπορεί σε πιο προσωπικό επίπεδο να περιορίζει το υποκείμενο μέσω της τυραννίας της οικειότητας, η χώρα των ονείρων της πρώτης νιότης, των παιδικών φίλων και των συγγενών, η χώρα που δημιουργήθηκε στο επανανοηματοδοτημένο παρελθόν, ήρθε και βρήκε την πρόσφατα υιοθετημένη ματιά του Γερμανού τουρίστα ως η χώρα του ήλιου, της θάλασσας, του ούζου, των φρέσκων ψαριών, των φρούτων και των λαχανικών, της ξεγνοιασιάς. Όπως δηλαδή παρουσιάζεται στα πακέτα διακοπών για τους συνταξιούχους της ευρωπαϊκής εργατικής τάξης και την οποία οι τελευταίοι – μαζί τους και το μεγαλύτερο μέρος της γερμανικής κοινωνίας – έχουν υιοθετήσει. Μια ματιά που για τον γράφοντα προδίδει ένα ελάχιστο consensus ιδεολογικής ενσωμάτωσης στη νέα κοινωνία. Αλλά καλό θα ήταν να ξεκινήσουμε από την άφιξη.

Οι πρώτες εικόνες από την Αθήνα.

Το αεροδρόμιο Ελ. Βενιζέλος των Αθηνών, μπορεί κάλλιστα να συγκριθεί με τα μεγαλύτερα και πιο σύγχρονα αεροδρόμια του κόσμου. Την ποιότητα των υπηρεσιών του εγγυάται το γερμανικό κονσόρτσιουμ, που το κατασκεύασε. Κομμάτι του ανήκει στην Fraport, ενώ ένα άλλο του κομμάτι ελέγχεται από την κατασκευαστική εταιρία Hochtief AG. Για όσους γνωρίζουν μία κατασκευάστρια εταιρία με παράδοση πολλών ετών στην Γερμανία. Ειδικά τα χρόνια του εθνικοσοσιαλισμού, οπότε και κατασκεύασε με ανάθεση πολλά δημόσια έργα, μεταξύ άλλων αυτοκινητόδρομους και δημόσια κτίρια στην Νυρεμβέργη, ενώ επιμελήθηκε και την κατασκευή του καταφυγίου του Χίτλερ (Führerbunker). Προτού λοιπόν γίνει πολυεθνική η μετοχική της βάση και διεθνοποιήσει την κληρονομιά του ονόματός της, βοήθησε στην κατασκευή του αεροδρομίου των Αθηνών, τη διαχείριση του οποίου έχει για τα πρώτα 30 χρόνια λειτουργίας του. Το γερμανικό κεφάλαιο καλωσορίζει τους επισκέπτες στο ελληνικό έδαφος. Για να φτάσει κανείς στην πόλη, η οποία απέχει 20 χιλιόμετρα από το αεροδρόμιο, θα χρειαστεί να επιβιβαστεί στο πιο μοντέρνο μετρό της Ευρώπης/του κόσμου, κατασκευασμένο και διαχειρίσιμο επίσης από γερμανοελληνική κοινοπραξία, ή τον (προς πώληση) κρατικό προαστιακό. Αφού επιβιβαστεί στα βαγόνια της Siemens, της MAN ή της νοτιοκορεατικής Secheron, θα κατέβει ο επισκέπτης στους φτιαγμένους από πεντελικό μάρμαρο σταθμούς του μετρό. Για ν’ ανέβει στην επιφάνεια, είναι ευκολότερο από τα σκαλοπάτια να χρησιμοποιήσει της κυλιόμενες σκάλες του βιομηχανικού κολοσσού της Thyssen Krupp.

Μετά τις εντυπώσεις, η πραγματικότητα της πρωτεύουσας.

Μετά παύει η παρέμβαση του γερμανικού κεφαλαίου κι έρχεται η αλλαγή του σκηνικού. Αποβίβαση στην πλατεία Ομόνοιας, σε μία από τις δύο κεντρικές πλατείες της πόλης (με την άλλη να είναι η πλατεία του Συντάγματος, όπου συγκεντρώνονται κατά δεκάδες χιλιάδες οι κάτοικοι των Αθηνών τις τελευταίες μέρες για να εκφράσουν την δυσαρέσκειά τους για την κατάσταση της χώρας). Δίχως τα περιθώρια κέρδους του περιφραγμένου χώρου, ο δημόσιος χώρος της πλατείας έχει αφεθεί στην αδιαφορία του γερμανικού κεφαλαίου. Μαζί με τα κατασκευασμένα από την Siemens φανάρια της πόλης μαρτυρά πως η πόλη ανήκει στον τρίτο κόσμο. Τον κόσμο των απόκληρων. Εκεί, στρατιές από τους τελευταίους στοιβάζονται και περιμένουν να ανάψει κόκκινο, προκειμένου να εφορμήσουν στα σταματημένα αυτοκίνητα για τα πλύνουν τα παρμπρίζ, να πουλήσουν παιχνίδια για μικρά παιδιά και άλλοι απλά να επαιτήσουν. Στα πιο σκοτεινά σημεία του κέντρου, τα φανάρια διαθέτουν και εμπόρους ναρκωτικών και εκδιδόμενες από την Αφρική. Η θέα ενός εικοσάχρονου μαύρου κοριτσιού με το λάγνο βλέμμα στις 11 η ώρα το πρωί στην λεωφόρο Λιοσίων, είναι μία εμπειρία που θα κάνει χρόνια να σβηστεί από το θυμικό. Σκέφτομαι πως αν όλοι αυτοί προκαλούσαν ζημιές στα φανάρια ή στο έδαφος της πλατείας, ίσως είχαν καλύτερη τύχη. Κάποιος θα τους πρόσεχε και δεν θα τους άφηνε έρμαια της μαφίας που τους αναγκάζει να περνάνε εκεί, σε καθεστώς απόλυτης αναξιοπρέπειας τις μέρες τους. Ίσως αν δεν ήταν τόσο αδιάφοροι για τα γερμανικά εμπορεύματα, που πλαισιώνουν την αθλιότητά τους, αν μπορούσαν να σκεφτούν κάτι διαφορετικό από τις μαφίες που ορίζουν τη ζωή τους, ίσως τότε να κατάφερναν να κινήσουν το ενδιαφέρον της δημόσιας σφαίρας και να αντιμετωπιστούν όχι σαν πρόβλημα, αλλά σαν άνθρωποι.
Αυτή η αντίθεση του σκηνικού των καταραμένων από την μία στην επιφάνεια της πόλης με τις λουξ υποδομές από κάτω της, αντιστρέφοντας την συνδήλωση του «πάνω» και του «κάτω», δείχνουν δύο εικόνες μίας χώρας, που αλληλοσυμπληρώνονται πλήρως αντιφατικά. Αν κανείς ανατρέξει στους στόχους που έχουν τεθεί από τις ελληνικές κυβερνήσεις τα τελευταία 15 χρόνια και την γεωγραφική θέση της χώρας θα διαπιστώσει από την μία τις διαρκείς προσκλήσεις υψηλού επιπέδου τουρισμού. Ο ιδανικός επισκέπτης θα πρέπει ν’ αναζητήσει την έξοδο στο ξενοδοχείο του, όπου θα ξεκινήσει για έναν αποστειρωμένο περίπατο στο ήμισυ του κέντρου της πόλης, το κομμάτι δηλαδή που έχει αρχαιολογικό ενδιαφέρον κι εκείνο που είναι ανακαινισμένο. Γιατί από την άλλη, το υπόλοιπο του κέντρου βρίσκει την ανέχεια των άθλιων της σημερινής εποχής. Των ανθρώπων χωρίς χαρτιά, των μεταναστών, οικονομικών και πολιτικών. Οι ίδιοι ήταν που κατοίκησαν κομμάτι του κέντρου της πόλης την δεκαετία του ’90. Τότε ήταν Αλβανοί και Πακιστανοί. Σήμερα είναι μερικοί Πακιστανοί, αλλά πλέον και Σομαλοί, Νιγηριανοί και Αφγανοί. Τότε ήταν οι συνοικίες του Γκάζι, του Κεραμικού και του Ψυρρή. Σήμερα, αυτές οι περιοχές αποτελούν παραδείγματα gentrification. Τα παραδοσιακά σπίτια του κέντρου της πόλης βρήκαν καινούργιους κατοίκους μετά την ανακαίνιση από τις εταιρίες που αγόρασαν μαζικά ακίνητα στις περιοχές, ενώ τα εγκαταλελειμμένα εργοστάσια γκαζιού και κεραμικής μετατράπηκαν σε γκαλερί, λοφτ, γραφεία, μπουτίκ και μπαρ/καφέ (βλέπε για την ιστορία εδώ). Τότε, οι μετανάστες έφυγαν με την συνδρομή της αστυνομίας έχοντας ρίξει τις τιμές των ακινήτων – και καθώς τα συνεργεία ανακαινίσεων έπιαναν δουλειά, ώστε το σχέδιο να είναι έτοιμο πριν τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2004. Τώρα, δεν υπάρχει σαφές χρονοδιάγραμμα, αλλά μοιάζει σχεδόν βέβαιη η βίαιη μεταφορά των «άθλιων». Οι Βερολινέζοι – για να δούμε και τα τοπικά ζητήματα – θα μπορούν να καταλάβουν την θέση των τελευταίων, καθώς οι κάτοικοι του Mitte, του Prenzlauer Berg, του Kreuzberg και του Neukölln κατά χρονική σειρά έχουν βρεθεί και βρίσκονται στη θέση τους. Δεν είναι τυχαίο πως πριν από περίπου έναν χρόνο το ταξιδιωτικό blog των New York Times T-Magazine είχε ονομάσει την Αθήνα ως το νέο Βερολίνο.
Τέλος, το αττικό σκηνικό συμπληρώνεται με τη νέα «μόδα», η οποία εμφανίζεται τα τελευταία δέκα χρόνια και δείχνει μια αίσθηση οικονομικής ανάπτυξης και πολιτισμικής δυτικοποίησης της αθηναϊκής καθημερινότητας τον καιρό της νομισματικής ενοποίησης. Τα προγράμματα σύγκλισης της ΕΕ δείχνουν να πιάνουν τόπο αναφορικά με τους άστεγους ή καλύτερα με την δημιουργία αυτής της κατηγορίας υπο-πολιτών, που διαθέτει κάθε σύγχρονη «ανεπτυγμένη» χώρα. Οι άστεγοι δεν αποτελούσαν μέχρι και τα μέσα της δεκαετίας του 1990 παρά εξαιρέσεις στο αστικό τοπίο του νοτιοανατολικού άκρου της Ευρώπης. Το να είναι κανείς άστεγος ήταν ζήτημα επιλογής, ενώ αυτή η κατάσταση συνοδεύονταν κι από μιας μορφής ιδιαιτερότητας του χαρακτήρα. Γι’ αυτό εξάλλου ήταν γνωστοί και με τα ονόματά τους στους ντόπιους. Ο αριθμός των αστέγων έχει αυξηθεί κατακόρυφα αυτό το διάστημα με αποτέλεσμα τα βράδια πάνω από 20000 (κατά την ΜΚΟ Κλίμακα) να γεμίζουν τις εισόδους των κτιρίων που στεγάζουν γραφεία στο κέντρο, τα παγκάκια στα πάρκα και τα εγκαταλελειμμένα κτίρια της πόλης. Έχοντας χάσει την οικονομική τους ανεξαρτησία, έχοντας διακόψει δεσμούς με την κοινωνία, η οποία τους στερεί την ελάχιστη αλληλεγγύη της παροχής στέγης, οι άστεγοι της πόλης αντιστέκονται, αποφεύγοντας την επαιτεία.
Σ’ αυτό το μείγμα νοσταλγίας με μια γερή δόση από μηχανισμό απώθησης της νοοτροπίας νεόπλουτου, που έχει κυριαρχήσει στην μπερλουσκονοποιημένη Ελλάδα των πακέτων της ευρωπαϊκής χρηματοδότησης από τα μέσα της δεκαετίας του ’80 και μετά και προφανώς έχει ωθήσει και αρκετούς από τους άστεγους σ’ αυτήν την κατάσταση, ξεκίνησα να βρω και πάλι ορισμένες και ορισμένους από τους ανθρώπους που μοιραστήκαμε σαν συμμαθητές και σαν φοιτητές κοινές ανησυχίες, κοινές ελπίδες για έναν διαφορετικό κόσμο και βιώσαμε κοινές απογοητεύσεις μέχρι την σε βαθμό κατάθλιψης καθηλωτική – κυρίως για εμάς τους ίδιους – επιβεβαίωση των λογικών συμπερασμάτων μας. Επιβεβαίωση, που ήρθε με την εκτόξευση των spreads και την τελική επιδρομή στα ύστατα εργασιακά και κοινωνικά δικαιώματα που λαμβάνει χώρα τον τελευταίο χρόνο στην χώρα. Ο λόγος για τους φίλους. Γι’ αυτούς που έμειναν πίσω στις μεταλλαγμένες πόλεις.

Οι φίλοι. Μορφωμένοι, εκμεταλλευόμενοι και απολυμένοι.

Το πρώτο πρόσωπο που συνάντησα ήταν η Λ., ετών 28. Την γνώρισα φοιτητής στην Θεσσαλονίκη, σαν βέρα Αθηναία. Ήτανε η μοναδική Αθηναία του κύκλου μας, οπότε γινόταν αντικείμενο παρατήρησης ως εξωτικό είδος που ήταν για εμάς τους ντόπιους. Αποδείχτηκε πως πέρα από το γρήγορο του βαδίσματος να μην έχει κάποια άλλη ειδοποιό διαφορά. Ομολογουμένως σκανδαλώδες γεγονός. Μετά διακρίναμε την ευαισθησία της, πίσω από το τυπικό πειραχτικό της χιούμορ. Της έλαχε να είναι εκείνη που θα έμενε περισσότερο σταθερή στα λόγια της απ’ όλους μας. Λόγια καθαρά, αν και ορισμένες φορές αφιλτράριστα, λόγια που ακολουθούν προσωπικά στερεότυπα, απαράλλαχτα στον χρόνο. Ένας άνθρωπος ντόμπρος, με λίγα λόγια. Μετά τις σπουδές της στην Πολιτική Ιστορία και τη Δημόσια Διοίκηση, ακολούθησε ένα μεταπτυχιακό στην Πολιτική Θεωρία στην Αθήνα και βγήκε στην αγορά εργασίας. Έγινε ό,τι περίμενε να γίνει. Σερβιτόρα. Αλλά η συνέπειά της και η κοινωνική της συνείδηση της εξασφάλισε να έχει τουλάχιστον ένσημα από την δουλειά της, κάτι το μη δεδομένο για τους πολλούς, μηδενός του γράφοντα εξαιρουμένου. Μετά την χαρά της συνάντησης, άρχισε να μου μιλάει όπως πάντα. Ειλικρινά. Δεν ήξερε τι να περιμένει από την επόμενη μέρα. Την είχανε απολύσει και μπήκε στο ταμείο ανέργων, απ’ όπου λαμβάνει 450 ευρώ τον μήνα για συνολικά έναν χρόνο. Βρήκε παράλληλα μία αδήλωτη εργασία ως υπάλληλος γραφείου για τρεις μέρες την εβδομάδα και καλύπτει κάποια έξοδα, μεταξύ των οποίων το νοίκι, το οποίο μοιράζεται με μία συγκάτοικο. Λέει πως η μόνη λύση είναι να κατέβει ο κόσμος στον δρόμο. Να σταματήσουν οι αυθαρεσίες των πολιτικών και της αστυνομίας. Να ξαναγίνει η χώρα οικεία και να διώξει τον φόβο προς τους ξένους. Μου μιλάει και βλέπω την βεβαιότητα στα λόγια της, όπως την έβλεπε κανείς σε κομμουνιστές τα χρόνια του ψυχρού πολέμου. Καταλήγω στο ίδιο συμπέρασμα, πως οι κομμουνιστές της εποχής μας είναι οι αναρχικοί. Προσπαθώ να ξεφύγω από τις ενοχές της φυγής και – κυρίως – της μη επιστροφής. Από την αγωνία του ατόμου, που στην προσπάθειά του να καλυτερέψει τον εαυτό του και την ποιότητα ζωής του, αφήνει πίσω του μία κατάσταση που – σε πρώτη εντύπωση – φαντάζει εξωφρενικά κρίσιμη και κάνει τον ίδιο να μοιάζει τυχοδιώκτης. Κι ας έχει αντιμετωπίσει και αντιμετωπίζει ακόμα την πρεκαριοποίηση σε δύο χώρες. Στην Ελλάδα, τα πάντα μοιάζουν ρευστά. Όλα μοιάζουν με έναν τελευταίο αγώνα, του οποίου η έκβαση θα καθορίσει το σκηνικό των επόμενων δεκαετιών. Και γνωρίζοντας πως η ζωή χωρίς όνειρα είναιζωή χωρίς μέλλον, γίνεται προσπάθεια καταφυγής σε άλλες συνομιλίες. Να ακουστούν κι άλλες απόψεις, πέρα απ’ όσες αντιλαλούν φόβους.
Η αμηχανία βρίσκει πρόσκαιρη λύση στα τηλεφωνήματα. Σχηματίζω τον αριθμό της Ε., 29 ετών, από την Θεσσαλονίκη. Σπούδασε δημοσιογράφος στην Θεσσαλονίκη και έκανε μεταπτυχιακό στην θεωρία κινηματογράφου στην Δυτική Ευρώπη, σε «καλή σχολή». Παίρνω τηλέφωνο με την προσμονή μίας πιο εποπτικής θέασης της κατάστασης. Οι σπουδές στο εξωτερικό και η εμπειρία της ζωής εκεί της έχουν δώσει το πλεονέκτημα μιας πιο ψυχρής αντιμετώπισης των καταστάσεων. Κι ας μαρτυράει το βιογραφικό της μεγάλη ζύμωση με την εγχώρια αγορά εργασίας. Για χρόνια δούλευε (ανασφάλιστη) ως κριτικός κινηματογράφου σε διάφορα περιοδικά, ενώ έχει δουλέψει και στο γραφείο τύπου του φεστιβάλ κινηματογράφου της πόλης. Τα έντυπα δεν πλήρωναν καλά, όποτε πλήρωναν, τόσο στην γενέθλια πόλη, όσο και στην Αθήνα, όπου κατέφυγε με την υπόσχεση των περισσότερων ευκαιριών εργασίας πριν από 5 χρόνια. Έτσι, πριν από ενάμιση χρόνο άρχισε να δουλεύει σε ένα διαφορετικό επαγγελματικό αντικείμενο, ως σχεδιάστρια ρούχων μόδας. Για 900 ευρώ – πάντα ανασφάλιστη. Όλ’ αυτά μέχρι και πριν από έναν μήνα, οπότε και απολύθηκε. Μένει μόνη της στην Αθήνα, αλλά θα επιστρέψει στους γονείς της, στην Θεσσαλονίκη, όπου και θα σκεφτεί τι θα κάνει. Δεν επιθυμεί να φύγει στο εξωτερικό και να επανεκκινήσει από το μηδέν τη ζωή της. Βρήκα τις απαντήσεις της ρεαλιστικές, όσο και πιο προσωπικές. Λύση δεν περιμένει. Παρά μόνο κάπου να μπορέσει να σταθεί αξιοπρεπώς και με τη δυνατότητα να εκφράζεται ελεύθερα. Προσανατολίζεται και πάλι να ξεκινήσει την αρθρογραφία. Ο δυναμικός χαρακτήρας της, σε συνδυασμό με τις γνώσεις της και την εμπειρία της, θα αποτελούσε υπό κανονικές συνθήκες εγγύηση επιτυχίας. Τώρα δεν μπορώ να την καθησυχάσω, αποχαιρετώντας την με την κλασσική επωδό «όλα θα πάνε καλά». Αυτό το λευκό ψέμμα θα αντιμετωπιζότανε με τον πρέποντα χλευασμό από την άλλη άκρη της γραμμής.

Ο δρόμος προς τη Θεσσαλονίκη

Η συνομιλία τερματίζεται χωρίς να δοθεί ραντεβού. Και τι άλλο να πεις; Έτσι κι αλλιώς, η γενιά μας εκολουθεί ένα δρόμο σιωπηρό και οργισμένο. Κεφαλαιοποιείται σε συναίσθημα η γνώση της δυστυχίας των θαυμάσιων ανθρώπων και συνεχίζεται το παιχνίδι με τον χρόνο. Η ώρα περνάει και πάω να βγάλω εισιτήριο για το βραδινό τραίνο για Θεσσαλονίκη. Παραμονές Πρωτομαγιάς και ενημερώνομαι πως τα δρομολόγια θα ξεκινήσουν τα μεσάνυχτα της επόμενης. Συλλογίζομαι πως η γραμμή Αθηνών – Θεσσαλονίκης είναι από τις ελάχιστες που δεν έχουν καταργηθεί στα πλαίσια εξοικονόμισης πόρων από τον ΟΣΕ, προκειμένου να μειωθεί η αντικειμενική του αξία, φτάνοντας στο τελευταίο στάδιο πριν την ιδιωτικοποίησή του. Κι ας έχει καταργηθεί η κλινάμαξα, ο «καρβουνιάρης» που λέμε οι ιθαγενείς. Κλείνω εισιτήριο για το πρώτο τραίνο. Η παραμονή στην πρωτεύουσα παρατείνεται κατά μία μέρα. Επιστρέφω στο κατάλυμα της Λ. και προσπαθώ να κοιμηθώ. Πράγμα εξαιρετικά δύσκολο στα Εξάρχεια, εν μέσω κρότων από την εκτόξευση χημικών από την αστυνομία. Καθημερινή κατάσταση για τους κατοίκους, ενημερώνομαι. Αδυνατώ να καταλάβω πόσο διαφορετικά μπορεί να είναι στη Βαγδάτη ή την Τρίπολη. Η Πρωτομαγιά περνάει με συμμετοχή στην μοναδικά υποτονική πορεία των συνδικάτων. Ο κόσμος λείπει. Αναρωτιέμαι εντονότερα από ποτέ αν η πόλη που θυμόμουνα από τις προηγούμενες επισκέψεις έχει πραγματικά υπάρξει. Μπροστά στο Σύνταγμα αρχίζει ο κόσμος και διαλύεται. Η συλλογική διάνοια κατανοεί το μικρό μέγεθος της διαδήλωσης. Στον ίδιο χώρο σε κάτι παραπάνω από τρεις βδομάδες θα επιστρέψουν ως κομμάτι ενός γιγαντιαίου πλήθους. Το βράδυ πηγαίνω στον σταθμό, παίρνοντας οδηγίες για τον ασφαλέστερο δρόμο. Είναι μόλις 15 λεπτά με τα πόδια. Βρίσκομαι να περιμένω με καμμιά δεκαριά να ανοίξουν οι πόρτες του σταθμού. Ώρα 11:30. Στις 12:05 ανοίγουν. Στις 01:00 μας λένε πως θα καθυστερήσει άλλη μία ώρα το δρομολόγιο. Τελικά ξεκινάμε λίγο πριν τις 3. Το δρομολόγιο αποδεικνύεται πως είναι το φθηνότερο. Το αντιλαμβάνεται κανείς βλέποντας τη σύσταση των επιβατών: Φοιτητές, στρατιώτες, μετανάστες, συνταξιούχοι και λοιποί ταξιδιώτες με κοινό πλαίσιο το χαμηλό εισόδημα και την υπομονή.

τέλος ά μέρους

Detroit ruins, tomorrow’s truth

Διαβάζοντας το κείμενο του Αντώνη στο Radical Desire, αξίζει να διαφωνήσεις καταφάσκοντας μαζί του. Στοχαζόμενος τα ίδια αρχικά, βλέπεις στη συνέχεια αυτές τις σκέψεις να αντιπαρατίθενται με την ιστορική εμπειρία. Τα ερείπια της αρχαιότητας έρχονται να υπενθυμίσουν πως μέσα στην εξέλιξη των ιστορικών παραδειγμάτων, υπάρχει και η άλλη όψη της συνέχειας, που δεν είναι άλλη από την εγκατάλειψη και το τελικό θάψιμο του παρελθόντος. Πότε το ψέμμα δεν ήταν στην καρδιά της αλήθειας; Πότε το τέλος δεν περίμενε στην υπόσχεση της αιωνιότητας;
Αυτές οι φωτογραφίες δεν είναι τίποτε άλλο από μία παροντική (που εμφανίζεται ως μελλοντική ακριβώς επειδή το σύνολο του ιστορικού παραδείγματος δεν έχει πάψει να παραμένει τέτοιο, δηλαδή σύγχρονο, με άλλα λόγια κυρίαρχο, ακόμη και σήμερα) μνήμη.
Οπότε, η σχέση του υποκειμένου με τον χρόνο ταράζεται, καθώς ο ίδιος ο προσδιορισμός του πολιτισμικά θεσμισμένου «τώρα» έχει άμεσες συνδηλώσεις παραστάσεων χωρικών και αρχιτεκτονικών.
Αυτή δηλαδή η αντίληψη των μορφών, ταράζεται στη θέα του χρονικά πεπερασμένου των τεχνικών δημιουργιών.
Ο κλονισμός της (ανορθολογικής κατά βάση) βεβαιότητας ενός ατέρμονου παρόντος, η εκβολή του κανονιστικά δεδομένου στον ωκεανό των απολεσθέντων και της λησμονιάς από την ανθρώπινη κοινωνία, η ίδια η μετάλλαξη της τελευταίας και η άρνηση της φυσικής της λειτουργίας – που δεν είναι άλλη από την συνέχειά της ή την δημιουργία συνθηκών για την αναπαραγωγή της – προδίδει τόσο την εγγενή αυτοκαταστροφική μανία, όσο και τον μοναδικό ανίκητο κανόνα, την ίδια την περατότητα. Των μορφών τουλάχιστον, για να συμφωνήσει κι ο τελευταίος χριστιανός.

Η προσδοκία των όσων από μας επαγγελόμαστε διαφορετικές δυνατότητες ως μοντέλα οργάνωσης για την επίτευξη της κοινωνικής ευρυθμίας, στο βαθμό που η τελευταία θα καταστεί τέτοια, μοντέλα που θα εξασφαλίζουν την ελευθρία της γνώμης, την ισότιμη συμμετοχή στα κοινά και θα παράσχει στα μέλη της τις υλικές προϋποθέσεις για την βελτιστοποίηση των πιθανοτήτων της επίτευξης της αυτονομίας του υποκειμένου, ωφείλουμε να μην φαινόμαστε ταραγμένοι από το σκάνδαλο. Μα κι εμείς, σε τελική ανάλυση, ένα άλλο σκάνδαλο επιθυμούμε να θεσμίσουμε. Το οποίο στέκει προς το παρόν σαν μισοχτισμένο κτήριο που ερειπώνει στις όχθες κάποιας λεωφόρου. Κι εμείς οι μάστορες που βαδίζουμε κατά κει.

Επόμενη σελίδα: »